σιτιολογία

σιτιολογία
η, Ν [σιτιολόγος]
η μελέτη τών τροφών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιτιολογικός — ή, ό, Ν [σιτιολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σιτιολογία …   Dictionary of Greek

  • σιτιολόγος — ο, η, Ν ο ειδικός στη σιτιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτίο + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”